Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΜΝΗΜΗ Α' και η θάλασσα ουκ έστιν έτι



Κι ἐγὼ στὰ χέρια μου μόνο μ᾿ ἕνα καλάμι/

ήταν ἔρημη ἡ νύχτα τὸ φεγγάρι στὴ χάση
καὶ μύριζε τὸ χῶμα ἀπὸ τὴν τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα / "ἡ μνήμη ὅπου καὶ νὰ τὴν ἀγγίξεις πονεῖ.
ὁ οὐρανὸς εἶναι λίγος, θάλασσα δὲν ὑπάρχει,
ὅ, τι σκοτώνουν τὴν μέρα τ᾿ ἀδειάζουν μὲ κάρα πίσω ἀπ᾿ τὴ ράχη".

Τὰ δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ᾿ αὐτὴ τὴ φλογέρα
ποὺ μοῦ χάρισε ἕνας γέροντας βοσκὸς ἐπειδὴ τοῦ εἶπα καλησπέρα /
οἱ ἄλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμὸ
ξυπνοῦν, ξυρίζουνται κι ἀρχίζουν μεροκάματο τὸ σκοτωμό,
ὅπως κλαδεύεις ἢ χειρουργεῖς, μεθοδικά, χωρὶς πάθος /
ὁ πόνος νεκρὸς σὰν τὸν Πάτροκλο καὶ κανεὶς δὲν κάνει 
      λάθος.


Συλλογίστηκα νὰ φυσήξω ἕνα σκοπὸ κι ἔπειτα ντράπη-
      κα τὸν ἄλλο κόσμο
αὐτὸν ποὺ μὲ βλέπει πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ νύχτα μὲς ἀπ᾿ τὸ φῶς 
        μου
ποὺ ὑφαίνουν τὰ κορμιὰ ζωντανά, οἱ καρδιὲς γυμνὲς
κι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀνήκει καὶ στὶς Σεμνὲς
καθὼς καὶ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πέτρα καὶ στὸ νερὸ 
         καὶ στὸ χορτάρι
καὶ στὸ ζῶο ποὺ κοιτάει κατάματα τὸ θάνατο ποὺ ἔρχε-
      ται νὰ τὸ πάρει.


Ἔτσι προχώρησα στὸ σκοτεινὸ μονοπάτι
κι ἔστριψα στὸ περβόλι μου κι ἔσκαψα κι ἔθαψα τὸ κα-
      λάμι
καὶ πάλι ψιθύρισα "θὰ γίνει ἀνάσταση μίαν αὐγή,
πὼς λάμπουν τὴν ἄνοιξη τὰ δέντρα θὰ ροδαμίσει τοῦ ὄρ-
       θρου ἡ μαρμαρυγή,
θὰ ξαναγίνει πέλαγο καὶ πάλι τὸ κύμα θὰ τινάξει τὴν 
        Ἀφροδίτη
εἴμαστε ὁ σπόρος ποὺ πεθαίνει". Καὶ μπῆκα στ᾿ ἀδειανό 
       μου τὸ σπίτι.


Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ'

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου