Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Ένα γράμμα

   Αγαπητοί,
Σε σας απευθύνομαι. Σε σας που μας γεμίζετε χάπια και μας σπρώχνετε να βρούμε τις χαρές της ζωής. Που μας λέτε ότι η κατάθλιψη και το άγχος είναι τρόπος σκέψης και ασθένεια και γιατρεύεται αν προσπαθήσεις και δεις τα πράγματα αλλιώς. Πως αν πάρεις τη ζωή στα χέρια σου, αν γίνεις δυνατός, θα έρθουν καλύτερες μέρες.
   "Να γίνεις δυνατή για τη μητέρα σου", μου έλεγαν όταν πέθανε ο πατέρας. "Μην κλαις, αγγέλισσά μου", όταν έμπαινα στο νοσοκομείο με καταθλιπτική κρίση και μου κάνανε την πρώτη μου ηρεμιστική ένεση. Δεν μπορώ να πω, η καλύτερη μαστούρα. Ο λήθαργος που αναζητάς στο αλκοόλ και στο χόρτο, καμία σχέση μπροστά σε αυτό. Ήθελα να ξεχάσω. Ήθελα να μη ζω αυτό που ζούσα. Πρώτα απ' όλα, ο θάνατος. Έρχεται και σου δίνει ένα χαστούκι, εκεί στα 12 και σου λέει ξύπνα, η ζωή τελειώνει, όλοι πεθαίνουν. "Πήγε στον παράδεισο γιατί ο θεός διαλέγει τα καλύτερα λουλούδια για τον κήπο του, γι' αυτό τον πήρε νωρίς", μας είχε πει ο παπάς που είχε έρθει για τρισάγιο στο σπίτι. Η μάνα ένα ράκος, με φάρμακα τρία χρόνια, "αν δεν είχα εσάς θα είχα αυτοκτονήσει". Ίσως η πρώτη φορά που άκουγα κάποιον να ξεστομίζει αυτή τη σκέψη, να θέλει να πάρει τη ζωή του. Κι εγώ προσπάθησα να την πάρω, στα 15. Είχε έρθει και η πρώτη ερωτική απογοήτευση τότε, σκληρά τα αγόρια, σου λένε σ'αγαπώ, κάνουν έρωτα μαζί σου και μετά εξαφανίζονται. Έτσι κι εγώ, ήθελα να εξαφανιστώ. Πήρα ένα μαχαίρι, άρχισα να χαράζω ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο με τη μικρή μου αδελφή να κοιτάει. Μεγάλο λάθος μου, τότε όμως είχα πόνο μόνο για μένα. Έχω τη γεύση ακόμα στο στόμα από τα σφηνάκια ούζο που είχα κατεβάσει προηγουμένως. Είχα ήδη δοκιμάσει το ποτό στα 15, στα 13 το τσιγάρο και στα 17 θα ερχόταν και το χόρτο. Αν δεν ήμουν ένας μεγάλος χέστης, μπορεί να δοκίμαζα και πιο σκληρά πράγματα. Όπως μπορεί και να κατάφερνα εκείνη τη μέρα να τις κόψω τις φλέβες μου. Δεν έγινε ποτέ. Απόκτησα απλώς μια γρατζουνιά που τώρα πια δεν φαίνεται.
   "Σε ψυχολόγο έπρεπε να είχες πάει, τέτοια βαθιά τραύματα που αφήνει ο θάνατος δεν πρέπει να μένουν έτσι". Πήγα δυο, τρεις φορές. Στην τρίτη, που ζήτησε από τη μητέρα να την δει κατ' ιδίαν, αφού πρώτα μου είχε πει για το θύτη και το θύμα, πως κάθε θύτης, για να είναι θύτης πρέπει να έχει ένα θύμα και κάθε θύμα για να είναι θύμα, ένα θύτη, την είπα στη μητέρα μου αυτή την ιστορία, πως είναι ο θύτης μου και δεν μου φέρεται σωστά, στην τρίτη λοιπόν η μητέρα μου δεν πήγε στη γιατρό και μετά δεν ξαναπήγα κι εγώ. Δεν ήθελα και να γίνομαι βάρος, οικονομικό. Βλέπεις με 600 από τη σύνταξη του μπαμπά, άλλα 600 από τη δουλειά της μαμάς, το δάνειο του σπιτιού που είχαν πάρει το 1990 όσο ζούσε ο μπαμπάς και σταματήσαμε να πληρώνουμε το 2009, παρόλο που ήταν 1000000 δρχ τότε, και που ουσιαστικά ακόμα χρωστάμε το σπίτι, γιατί πήραμε ένα επισκευαστικό 14000 ευρώ το 2010 και τώρα δεν μπορούμε να πληρώσουμε, αλλά αυτό μια άλλη ιστορία, μαζί με τα φροντιστήρια των αγγλικών εμένα και της αδερφής μου, δεν είναι λεφτά που σου επιτρέπουν να πληρώνεις 30.000 δρχ την επίσκεψη σε ψυχολόγο. Συγγνώμη για το μπέρδεμα με τις δραχμές και τα ευρώ, αλλά δεν φταίω εγώ, ο Σημίτης φταίει που το 2000 μας έβαλε στο ενιαίο νόμισμα. Για τα δημόσια νοσοκομεία και τη δημόσια και δωρεάν παροχή ψυχικής υγείας δε χρειάζεται να πω και πολλά, όλοι ξέρουν.
   Η φτώχια. Το μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Δεν το λες εύκολα ότι είσαι φτωχός, είσαι κοινωνικά στιγματισμένος. "Να λένε: Να τα φτωχαδάκια;" μας έλεγε η μητέρα. Φρόντιζε πάντα να είμαστε τόσο ευπρεπείς ώστε να μην περνάμε αυτή τη γραμμή, της φτώχειας. Άλλο τα φέρνεις δύσκολα βόλτα, κι άλλο είσαι φτωχός. Αν δεν σκεφτόταν η μητέρα το τι θα πει ο κόσμος, μπορεί και παπούτσια να πέρναμε μόνο όταν λιώνανε πια από τη χρήση. Που ουσιαστικά αυτό γινόταν, μιας και πέρναμε ένα καθημερινό ζευγάρι κάθε δύο χρόνια το νωρίτερο. Όταν μας καλούσαν σε ένα γάμο ή μία βάφτιση, ψάχναμε να βρούμε δανεικά ρούχα και παπούτσια να βολευτούμε, να μην μπαίνουμε σε έξτρα έξοδα αλλά και να μην φορέσουμε αυτά που φοράγαμε στο γάμο της θείας Τούλας. Και το δώρο φυσικά να είναι ακριβό, άσχετα αν δεν είχαμε.
   Ξεκίνησα να δουλεύω στα 17 μου, για να μπορώ να πάω διακοπές. Από τα 12 μέχρι τότε, 3 φορές είχα πάει φιλοξενούμενη σε σπίτι συγγενών το καλοκαίρι, μαζί με τη μαμά και την αδερφή μου. Εξοχικό δεν είχαμε, Σε άλλο σπίτι κάθε φορά. Κανείς δεν μας καλούσε πάνω από μία φορά, ποιος να αντέξει μια οικογένεια που τσακώνεται και ουρλιάζει όλη μέρα. Αυτή ήταν η καθημερινότητα της οικογένειάς μου. Μιά σχέση αγάπης-μίσους. Βασικά μια σχέση μίσους. Αγάπη βαφτίζουμε τη συναισθηματική υποχρέωση που νιώθουμε απέναντί στην οικογένεια. Η μητέρα μου έλεγε ότι μας αγαπάει. Μετά μας βάραγε όταν εκνευριζόταν μαζί μας, πράγμα που γινόταν συνέχεια και μας έλεγε αχάριστες όταν διαμαρτυρόμασταν για τη σκληρότητά της, αχάριστες που δεν υπολογίζαμε τους κόπους της να μας μεγαλώσει και να μη μας λείψει τίποτα. Μας έλειψε το πιο βασικό, η αγάπη.
   Μισούσα αυτό το σπίτι. Ήθελα να φύγω. Προσπάθησα δυο-τρεις φορές εκείνα τα χρόνια αλλά δεν τα κατάφερα. Η ειρωνία είναι πως ακόμα εδώ ζω, φυλακισμένη σ' αυτούς τους γαμημένους τοίχους. Βλέπεις η φτώχια δεν σε αφήνει εύκολα να ξεφύγεις. Μεγάλωσα με την ελπίδα, αυτή τη γαμημένη ελπίδα πως θα τη νικήσω, δεν μπορεί, θα γίνω 18, θα έχω δική μου δουλειά, θα μείνω στο δικό μου σπίτι μακρυά από όλα αυτά και θα νικήσω. Αν το παλέψω θα τα καταφέρω. Στα 18 έπιασα την πρώτη μου δουλειά και πήρα την πρώτη μου ανάσα. Βλέπεις τα λεφτά ορίζουν ακόμα και την ανεξαρτησία σου μέσα στην οικογενειακή εστία. Από τη στιγμή που δουλεύεις, δεν μπορεί η μητέρα να σου πει "θα γυρίσεις στις 12 γιατί έτσι θέλω". Με τα 600 ευρώ όμως δεν μπορείς να κρατήσεις ένα δικό σου σπίτι. Έτσι κάνεις όνειρα, ότι θα τελειώσεις τις σπουδές και θα πιάσεις μια καλύτερη δουλεια. Πανεπιστήμιο στα 90's, ο μόνος τρόπος να ανέβεις ταξικά. Α, και το δημόσιο, αυτά πάνε πακέτο. "Μην είσαι βλάκας, να μπεις στο δημόσιο να έχεις το μισθό σου βρέξει-χιονίσει, δεν βλέπεις τι τραβάω εγώ που με διώχνουν με το έτσι θέλω και μου δίνουν ψίχουλα; Δεν είδες πόσο δυσκολεύτηκα να βρω δουλειά στα 40; Να γίνεις καθηγήτρια, να διοριστείς, έτσι θα έχεις και τις άδειές σου και βολικό ωράριο για να κάνεις παιδιά."
   Ήθελα πολλά παιδιά. Φανταζόμουν όταν ήμουν μικρή τον εαυτό μου περιτριγυρισμένη απο παιδιά, να φροντίζω το σπίτι και το σύζυγο. Πάντα είχα σπουδάσει στα όνειρά μου, αλλά πάντα αφωσιονόμουν στην οικογένεια μετά το γάμο. Αυτό που πρέπει να κάνει κάθε σωστό και καλό κορίτσι. Δεν ξέρω αν ήμουν "καλό κορίτσι" επειδή το ήθελα ή επειδή δεν άντεχα να σκέφτομαι πώς μπορείς να ζήσεις κι ας είσαι "κακό". Πώς είναι δυνατόν να μη θέλεις παιδιά; Πώς είναι δυνατόν να μη θέλεις να πατρευτείς; "Η Μαρία μεγάλο πουτανάκι, πηδιέται δεξιά και αριστερά και δεν έχει μια σοβαρή σχέση." "Την βλέπεις αυτή; Χωρισμένη με παιδί και μπάζει όποιον να'ναι μέσα στο σπίτι".
   Κι η μητέρα μόνη της είναι, 18 χρόνια τώρα. Πολλά χρόνια χωρίς σύντροφο. Αναρωτιέμαι αν θα άντεχα κι εγώ τόσα πολλά χρόνια μόνη. Εκείνη έχασε το σύζυγό της, τον πρώτο άντρα που πήγε και δεν έχει ξανακάνει τίποτα με κανέναν. Μια φορά ράγισε η καρδιά και δεν άντεξε ξανά. Εμείς πώς να καταφέρουμε να μαζέψουμε τα κομμάτια μας ξανά και ξανά μετά από κάθε χωρισμό; Η σεξουαλική απελευθέρωση και η αποδέσμευση από την κοινωνική υποχρέωση του γάμου έφερε και τη μοναξιά και τον πόνο. Κανείς δεν θέλει να παντρευτεί μικρός, για να "ζήσει". Άρα όλες οι σχέσεις που θα κάνεις μέχρι να έρθει εκείνο το τότε, είναι καταδικασμένες σε ένα προκαθορισμένο τέλος. Θα έπρεπε λοιπόν όλοι να κάνουμε σχέσεις μόλις νιώσουμε έτοιμοι για μια μεγαλύτερη δέσμευση. Δεν αντέχουμε τη μοναξιά όμως και έτσι στην πορεία πληγώνουμε και πληγωνόμαστε. Πόσες φορές να μαζέψεις τα κομμάτια σου; "Μη σκας, θα βρεθεί άλλος". Ως πότε; Ως πότε θα υπάρχει ο άλλος που θα έχει ακόμα τη δύναμη και το κουράγιο να προσπαθήσει ξανά μετά από 30 μικρούς  χωρισμούς;
   Η ελπίδα είναι η αρρώστια του ανθρώπου. Από την ημέρα που γεννιέσαι, μαθαίνεις να ελπίζεις, σε ένα καλύτερο μέλλον, σε μια καλύτερη δουλειά, σε ένα καλύτερο σπίτι, σε ένα καλύτερο γκόμενο, σε ένα καλύτερο σύζυγο, ακόμα και σε μία καλύτερη ζωή μετά θάνατον. Γιατί πραγματικά, δε χωράει το μυαλό μου πως δεν μετράμε κάθε μέρα πτώματα ανθρώπων που πέσανε από τα μπαλκόνια τους. Οι αδικίες είναι τόσο μεγάλες, τόσο δυσβάσταχτες, που κάνει την ελπίδα να μοιάζει με τρέλα, μια τρέλα κοινωνικά αποδεκτή. Μια τρέλα που σου λέει ότι η Ελλάδα θα βγει από την κρίση και ξαφνικά οι 1.500.000 άνεργοι θα βρουν δουλειά, και όχι απλώς θα βρουν δουλειά, αλλά θα ζούνε άνετα, να μπορούν να έχουν όλοι εξοχικό και να πηγαίνουν διακοπές το καλοκαίρι. Τώρα δα που το γράφω, σκέφτηκα πόσο μοιάζει η πρόταση αυτή με μία άλλη, αυτή που λέει ότι δεν θα υπάρχουν πια άστεγοι, δεν θα πεθαίνουν παιδιά από την πείνα στην Αφρική, δεν θα λιθοβολούν γυναίκες επειδή παντρεύτηκαν αυτόν που αγάπησαν και όχι αυτόν που διάλεξε για αυτούς ο πατέρας τους, δεν θα γίνονται οικονομικοί πόλεμοι για τα συμφέροντα, διάολε, η ελπίδα στα δίνει όλα! Η ελπίδα μου λέει ότι θα καταφέρω να βρω δουλειά στην Ελλάδα, να μη χρειαστεί να χάσω ό,τι γνώριμο για μένα, θα πιάσω δικό μου σπίτι, θα γνωρίσω κάποιον που θα θέλει να περάσει τη ζωή του μαζί μου, θα κάνω παιδιά κι ας είμαι μεγάλη, θα καταφέρω να τα ζήσω χωρίς στερήσεις, θα έχω φτιάξει τον κόσμο καλύτερο για να έχουν αυτά ένα καλύτερο μέλλον. Διάολε, η ελπίδα είναι το καλύτερο ναρκωτικό που κυκλοφορεί εκεί έξω!
   Πείτε μου λοιπόν εσείς που λέτε ότι η κατάθλιψη είναι ασθένεια και λάθος τρόπος σκέψης: Μήπως κατάθλιψη ονομάζουμε τελικά την αφύπνιση; Μήπως η συνειδητοποίηση ότι η ζωή δεν είναι ωραία για όλους, και οι περισσότεροι παλεύουμε μες τα σκατά, έχοντας λίγες στιγμές πραγματικής ευτυχίας, με τις υπόλοιπες στιγμες να ονειρευόμαστε την ευτυχία που ελπίζουμε να έχουμε, φέρνει ρεαλιστικά τον πόνο; Μήπως όλοι εμείς δεν είμαστε άρρωστοι, απλώς δυστυχισμένοι που βλέπουμε τα πράγματα ως έχουν, αλλά όχι αρκετά αναίσθητοι για να τα γράψουμε στα παπάρια μας;
   Σας ρωτώ λοιπόν, γιατί να πρέπει να πάρω φάρμακα, να πάω στο γιατρό, να γίνω δυνατή, γιατί να πρέπει να παλέψω;

Με εκτίμηση,
Εκάτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου